- τέμει
- τέμνω, τέμει, τεμεῖ: see τάμνω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τεμεῖ — τέμνω cut fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) τέμνω cut fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμει — τέτμον overtake pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλσο — το / τέλσον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το πυγίδιο β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, τού λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων αρχ. 1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο… … Dictionary of Greek
tem-1, tend- — tem 1, tend English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… … Proto-Indo-European etymological dictionary